- γυμνάζει
- γυμνάζωtrain nakedpres ind mp 2nd sgγυμνάζωtrain nakedpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обнажати — ОБНАЖА|ТИ (10), Ю, ѤТЬ гл. 1. Обнажать, делать нагим: плачеть || слезы изливающи. пазуху объимающи сесца обнажающи. ГБ XIV, 134а–б. 2. Открывать, раскрывать, обнаруживать чтол. Образн.: тако б҃жьствьныи. флави˫анъ злосмрадьныи ископавъ источьникъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γερακάρης — ο (Α ἱερακάριος, Μ γερακάρης και γερακάρις) [ιέραξ] αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια μσν. τιμητικός τίτλος τής αυλής τού Βυζαντίου … Dictionary of Greek
γυμναστής — ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) [γυμνάζω] 1. αυτός που διδάσκει γυμναστική 2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές … Dictionary of Greek
ζαγαρτζής — και ζαγαριτζής, ο αυτός που γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + κατάλ. τζης (πρβλ. καφε τζής, σουβλα τζής)] … Dictionary of Greek
θηριοδαμαστής — ό, θηλ. θηριοδαμάστρια δαμαστής θηρίων,αυτός που έχει ως επάγγελμα να δαμάζει και να γυμνάζει άγρια ζώα, θηριοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δαμαστής (< δαμάζω)] … Dictionary of Greek
λαγονάρης — ο (Μ λαγονάρης) αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά, ο λαγοκυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. άρης*, με ανάπτυξη ενδοφωνηεντικού ν από πιθανή επίδραση τού κυνηγάρης] … Dictionary of Greek
μαϊμουδιάρης — ο, θηλ. μαϊμουδιάρα αυτός που εκτρέφει και γυμνάζει πιθήκους με σκοπό να τούς εκμεταλλευθεί οικονομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
πωλευτικός — ή, όν, Α [πωλευτής] ο έμπειρος, ο επιτήδειος στο να δαμάζει και να γυμνάζει νεαρά άλογα ιππασίας και, γενικά, νεαρά ζώα … Dictionary of Greek
Γκρόος, Καρλ — (Karl Groos, Χαϊδελβέργη 1861 – Τίμπιγκεν 1946). Γερμανός ψυχολόγος. Ο Γ. έστρεψε την προσοχή του στο φαινόμενο του παιχνιδιού και το μελέτησε από την άποψη της συγκριτικής ψυχολογίας. Τα πρώτα του έργα σχετικά με αυτό το θέμα είναι Ταπαιχνίδια… … Dictionary of Greek
αρκουδιάρης — ο θηλ. ισσα αυτός που μεγαλώνει αρκούδες, τις γυμνάζει κι ύστερα τις γυρίζει στις γειτονιές και μαζεύει χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)